Η ιστορία των πολέμων συνήθως γράφεται μέσα από τις μάχες, τις στρατηγικές και τις θυσίες των στρατιωτών. Σπάνια, όμως, φωτίζεται μια άλλη διάσταση: η αδιάκοπη μάχη για τη ζωή που δίνεται στα μετόπισθεν. Εκεί όπου γιατροί, νοσηλευτές και εθελοντές δίνουν τον δικό τους αγώνα, συχνά σε συνθήκες εξίσου επικίνδυνες με το πεδίο της μάχης. Είναι η «σιωπηλή» πλευρά του πολέμου, όπου η ιατρική και η αυταπάρνηση γίνονται όπλα σωτηρίας.
Πλάι στο «έπος του ’40», με τα κατορθώματα των στρατιωτών στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου, γράφτηκε και ένα δεύτερο έπος: εκείνο των γιατρών και νοσηλευτών που κράτησαν ζωντανό τον στρατό μέσα από τα ορεινά χειρουργεία.
Χειρουργεία στα χιονισμένα βουνά
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, η οργάνωση του Υγειονομικού Σώματος βρέθηκε μπροστά σε μια τιτάνια πρόκληση. Τα μέτωπα αναπτύχθηκαν σε απρόσιτες περιοχές, με χιόνια, πάγους και απόκρημνες πλαγιές, όπου δεν υπήρχαν υποδομές. Έτσι, στήθηκαν πρόχειρα χειρουργεία σε σκηνές, σχολεία και αποθήκες, πολλές φορές λίγα μέτρα μακριά από τις γραμμές μάχης.
Οι περιγραφές είναι συγκλονιστικές: χειρουργεία που πλημμύριζαν από τις βροχές, εργαλεία που πάγωναν μέσα στο κρύο, τραυματίες που μεταφέρονταν με μουλάρια ή ακόμη και στους ώμους των συμπολεμιστών τους. Ένας γιατρός αφηγείται χαρακτηριστικά: «Χειρουργούσαμε σε σκηνές που πλημμύριζαν από τις βροχές. Το αίμα πάγωνε πάνω στα εργαλεία».
Ένας στρατός υγειονομικών
Πάνω από 6.000 γιατροί και νοσηλευτές επιστρατεύτηκαν για να καλύψουν τις ανάγκες του μετώπου. Στρατιωτικοί γιατροί, ιδιώτες που κλήθηκαν εσπευσμένα, αλλά και γυναίκες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, δημιούργησαν ένα δίκτυο περίθαλψης που λειτούργησε σχεδόν θαυματουργά, αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες.
Η συμβολή των νοσοκόμων υπήρξε καθοριστική. Μέσα στη λάσπη και το χιόνι, με κίνδυνο να χτυπηθούν από εχθρικά πυρά, φρόντιζαν τους τραυματίες και προσέφεραν μια ανθρώπινη παρουσία σε στιγμές απόγνωσης. Όπως έχει καταγραφεί, «ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις ποιοι ήταν πιο ήρωες – αυτοί που κρατούσαν τα όπλα ή εκείνοι που κρατούσαν τα εργαλεία της ιατρικής».
Στον πόλεμο του ’40 οι υγειονομικές υπηρεσίες κλήθηκαν να περιθάλψουν έναν τεράστιο αριθμό τραυματιών: 1.484 αξιωματικούς και 61.179 οπλίτες, εκ των οποίων οι 39.912 νοσηλεύτηκαν στο Νοσηλευτικό Κέντρο Ιωαννίνων.
Το ίδιο το υγειονομικό προσωπικό πλήρωσε βαρύ τίμημα, με 23 γιατρούς νεκρούς, ανάμεσά τους 16 έφεδροι. Χαρακτηριστικό περιστατικό των απωλειών υπήρξε ο βομβαρδισμός του 2ου Στρατιωτικού Νοσοκομείου Ιωαννίνων ανήμερα του Πάσχα, στις 20 Απριλίου 1941, από τη γερμανική αεροπορία. Η επίθεση άφησε πίσω της περίπου 50 νεκρούς και τραυματίες από το προσωπικό και τους νοσηλευόμενους. Ανάμεσα στα θύματα ήταν έξι νοσοκόμες, ο διευθυντής του νοσοκομείου αρχίατρος Γεώργιος Μαρκάκης, αλλά και ο καθηγητής Χειρουργικής και έφεδρος αρχίατρος Ξενοφών Κοντιάδης.
Αξίζει επίσης να τονιστεί η συμμετοχή του άμαχου πληθυσμού. Ολόκληρη η κοινωνία, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, συνεισέφερε είτε με εθελοντική εργασία είτε με παροχή υλικών, καλύπτοντας κενά και βοηθώντας το στρατιωτικό υγειονομικό να αντεπεξέλθει. Αυτή η παλλαϊκή κινητοποίηση αποτέλεσε ζωτικό συμπλήρωμα στην επιτυχία του έργου των υγειονομικών υπηρεσιών.
Αγώνας σε δύο μέτωπα: τραύματα και επιδημίες
Οι χειρουργικές επεμβάσεις δεν ήταν το μόνο μέτωπο. Ο πόλεμος έφερε μαζί του και απειλητικές επιδημίες. Κρούσματα τύφου, δυσεντερίας και γάγγραινας μπορούσαν να αποδεκατίσουν στρατεύματα ολόκληρα. Οι γιατροί βρέθηκαν μπροστά σε έναν διπλό αγώνα: από τη μια να αντιμετωπίσουν τις αιμορραγίες και τα τραύματα και από την άλλη να περιορίσουν τη διάδοση των λοιμώξεων.
Η αποστείρωση των εργαλείων και η καθαριότητα ήταν σχεδόν αδύνατες, καθώς το νερό ήταν παγωμένο και ελάχιστο. Παρ’ όλα αυτά, με πρωτόγονα μέσα, κατάφεραν να κρατήσουν τα περισσότερα χειρουργεία λειτουργικά και να αποτρέψουν μαζικούς θανάτους από ασθένειες.
Πίσω από τους αριθμούς, κρύβονται ιστορίες αυτοθυσίας. Γιατροί που έμειναν όρθιοι τρεις και τέσσερις μέρες συνεχόμενα, χειρουργώντας χωρίς διακοπή. Νοσοκόμες που κοιμόντουσαν στο πάτωμα, δίπλα στους τραυματίες, για να είναι έτοιμες να βοηθήσουν. Στρατιώτες που έβλεπαν στους γιατρούς τη μοναδική τους ελπίδα να επιστρέψουν στη ζωή.
Η παρουσία αυτών των ανθρώπων δεν ήταν απλώς ιατρική. Ήταν ψυχολογική, κοινωνική, βαθιά ανθρώπινη. Σε ένα περιβάλλον θανάτου, έδιναν το μήνυμα ότι η ζωή άξιζε ακόμη να προστατευθεί.
Η παρακαταθήκη που μένει
Το έργο των γιατρών και νοσηλευτών του 1940 δείχνει πόσο κρίσιμος είναι ο ρόλος της ιατρικής σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Με ελάχιστα μέσα, κατάφεραν να προσφέρουν περίθαλψη, να αποτρέψουν επιδημίες και να κρατήσουν τον στρατό όρθιο.
Σήμερα, αυτή η παρακαταθήκη αποκτά ιδιαίτερη αξία. Μας θυμίζει πως σε κάθε κρίση, είτε πρόκειται για πόλεμο είτε για μια πανδημία, η δύναμη της επιστήμης και της αλληλεγγύης μπορεί να κάνει τη διαφορά. Οι γιατροί και οι νοσηλευτές του ’40 δεν πολέμησαν με όπλα, αλλά με νυστέρια, επιδέσμους και ψυχική αντοχή. Και κέρδισαν μια μάχη που αποδείχτηκε ζωτικής σημασίας για το έθνος.
Με πληροφορίες από το υλικό του Ιωάννη Β. Δασκαρόλη, Διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Νεάπολις Πάφου