Δραματική αύξηση κρουσμάτων κοκκύτη. Το 2024 δηλώθηκαν 440 κρούσματα που αναλογούν στη μεγαλύτερη έξαρση της νόσου σε μια εικοσαετία. Μέτρα προφύλαξης.
Ο κοκκύτης είναι μία νόσος που προλαμβάνεται με εμβολιασμό, ωστόσο συνεχίζει να αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς.
Σύμφωνα με τα δεδομένα για την περίοδο 2004-2024, κρούσματα της νόσου δηλώνονται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, αλλά η νόσος παρουσιάζει υψηλότερη συχνότητα στην ηλικιακή ομάδα 0- 4 ετών (και ιδιαίτερα στα παιδιά κάτω του έτους). Στην ηλικιακή ομάδα άνω των 65 ετών καταγράφονται διαχρονικά λίγα κρούσματα αλλά εκτιμάται ότι υπάρχει πιθανά υποδιάγνωση και υποδήλωση.
Κατά τα έτη 2021 και 2022 δηλώθηκαν αντίστοιχα κανένα και μόνο ένα κρούσμα κοκκύτη (διαχρονικά χαμηλότεροι αριθμοί δηλούμενων περιστατικών). Ο μικρός αριθμός δηλωθέντων περιστατικών κοκκύτη σχετίζεται πιθανώς με τα περιοριστικά μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά την πανδημία COVID-19.
Που οφείλεται η επιδημική έξαρση κοκκύτη στην Ελλάδα;
Το 2024 δηλώθηκαν 440 κρούσματα κοκκύτη που αναλογούν στη μεγαλύτερη έξαρση της νόσου κατά την περίοδο 2004-2024.
Την περίοδο 2004-2024 δηλώθηκαν μέσω του συστήματος υποχρεωτικής δήλωσης στο Τμήμα Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΕΟΔΥ συνολικά 959 κρούσματα κοκκύτη
Κατανομή κατά ηλικία και φύλο
Κατά την περίοδο 2004-2024, o αριθμός δηλωμένων κρουσμάτων με γνωστή ηλικία και φύλο ήταν 956. Το νόσημα παρουσίασε υψηλότερη συχνότητα εμφάνισης στην ηλικιακή ομάδα 0-4 ετών.
Δεύτερη σε συχνότητα εμφάνισης ήταν η ηλικιακή ομάδα 5-14 ετών με 152 κρούσματα.
Ακολούθησαν οι υπόλοιπες ηλικιακές ομάδες με εξαιρετικά χαμηλότερες συχνότητες εμφάνισης.
Όσον αφορά το φύλο καταγράφηκε επικράτηση των γυναικών με μέση ετήσια δηλούμενη επίπτωση 0,48/100.000 πληθυσμού έναντι 0,37/100.000 πληθυσμού για τους άνδρες.
Εμβολιαστική κατάσταση
Από τα 959 δηλωθέντα κρούσματα της νόσου για την περίοδο 2004-2024, η εμβολιαστική κατάσταση ήταν γνωστή για τα 809 (84,4%). Η πλειοψηφία των δηλωθέντων κρουσμάτων (497 περιστατικά – 51,8%) δεν είχαν εμβολιαστεί με καμία δόση εμβολίου. Συνολικά 86 κρούσματα (9,0%) είχαν λάβει μέχρι 3 δόσεις εμβολίου, 33 (3,4%) είχαν λάβει 4 δόσεις, 53 (5,5%) είχαν λάβει 5 δόσεις εμβολίου, 15 (1,6%) είχαν λάβει 6 δόσεις εμβολίου, ενώ 55 (5,7%) ήταν εμβολιασμένοι αλλά με άγνωστο αριθμό δόσεων.
Είναι γνωστό ότι ο εμβολιασμός για κοκκύτη παρέχει ανοσία που φθίνει με την πάροδο του χρόνου. Στην Ελλάδα, στα κρούσματα που ήταν εμβολιασμένα με τουλάχιστον 3 δόσεις εμβολίου, η νόσηση συνδέεται ενδεχομένως με τη φθίνουσα ανοσία στις μισές περίπου περιπτώσεις (κυρίως σε άτομα ηλικίας 10-19 ετών).
Παράγοντες κινδύνου – Νοσηρότητα – Θνητότητα
Σημαντικό ποσοστό των δηλωθέντων κρουσμάτων, την περίοδο 2004-2024, αφορούσε Ρομά (23,8%, n=228) κυρίως παιδιά 0-14 ετών. Τα κρούσματα που χρειάστηκαν νοσηλεία κατά την ίδια περίοδο ανήλθαν σε 655 (68,3%), ενώ 143 κρούσματα (14,9%) παρουσίασαν επιπλοκές, κυρίως από το αναπνευστικό σύστημα. Η έκβαση του κοκκύτη ήταν συνήθως καλή. Κατά την χρονική περίοδο 2004-2024 σημειώθηκαν 7 θάνατοι που αναλογούν σε θνητότητα 0,73%.
Τι είναι ο κοκκύτης
Ο κοκκύτης είναι μία οξεία βακτηριακή λοίμωξη της αναπνευστικής οδού, η οποία οφείλεται στο μικρόβιο Bordetella pertussis. Μεταδίδεται αερογενώς, με σταγονίδια ή με άμεση επαφή με εκκρίσεις από το αναπνευστικό σύστημα νοσούντων ατόμων. Μετάδοση με έμμεση επαφή, μέσω του αέρα ή μέσω προσφάτως επιμολυσμένων επιφανειών – αντικειμένων, συμβαίνει σπάνια.
Ο κοκκύτης έχει υψηλή μεταδοτικότητα (άτομα του οικογενειακού περιβάλλοντος που δεν έχουν ανοσία, προσβάλλονται σε ποσοστό που αγγίζει το 80%.
Ο κοκκύτης είναι μια ενδημική νόσος παγκοσμίως, ακόμη και σε χώρες με προγράμματα με υψηλή εμβολιαστική κάλυψη, με εξάρσεις να καταγράφονται κάθε τρία έως πέντε χρόνια
Στοιχεία για την Ευρώπη
Αρκετές χώρες της Ευρώπης (Δανία, Βέλγιο, Κροατία, Τσεχία, Νορβηγία, Ισπανία, Σουηδία, Μαυροβούνιο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ελβετία, Σερβία), μεταξύ των οποίων και η χώρα μας, καταγράφουν αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων κοκκύτη σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία από το ECDC, οι ηλικιακές ομάδες που προσβάλλονται περισσότερο είναι τα παιδιά, οι νεαροί έφηβοι, καθώς και τα βρέφη που δεν έχουν εμβολιαστεί ή δεν έχουν ολοκληρώσει τον εμβολιασμό τους. Σχεδόν το 80% των νοσηλειών αναφέρονται σε βρέφη ηλικίας έως έξι μηνών.
Το ECDC σε πρόσφατη εκτίμηση κινδύνου με βάση την ανάλυση των επιδημιολογικών δεδομένων, εκτιμά ότι ο συνολικός κίνδυνος για τα βρέφη ηλικίας έως έξι μηνών που είναι μη ανοσοποιημένα ή μερικώς ανοσοποιημένα, είναι υψηλός, με υψηλή πιθανότητα έκθεσης στον κοκκύτη και υψηλή επίπτωση.
Η χαμηλή επίπτωση του νοσήματος στα παιδιά στη χώρα μας τα προηγούμενα χρόνια οφείλεται στο υψηλό ποσοστό εμβολιασμού που είχε καταγραφεί στις μελέτες εμβολιαστικής κάλυψης (89,5% των παιδιών ηλικίας 6 ετών – Α’ Δημοτικού είχε λάβει 5 δόσεις DTwP ή DTaP, ενώ 95,8% των παιδιών βρεφονηπιακών σταθμών ηλικίας 2-3 ετών έχουν λάβει 4 δόσεις DTaP).
Σε πρόσφατη μελέτη εκτίμησης της εμβολιαστικής κάλυψης από στοιχεία της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης βρέθηκε ότι 91,5% των παιδιών που γεννήθηκαν το 2021 είχε εμβολιαστεί με 3 δόσεις DTP.
Ανάγκη εμβολιασμού των επίνοσων ατόμων
Σημειώνεται ωστόσο ότι ο κοκκύτης είναι νόσημα που υποδιαγιγνώσκεται, κυρίως σε πολύ μικρά βρέφη αλλά και σε εφήβους, ενήλικες ή μερικώς ανοσοποιημένα παιδιά που έχουν γενικά πιο ήπια ή άτυπα συμπτώματα, και της συχνά μη διαθέσιμης εργαστηριακής επιβεβαίωσης κατά το παρελθόν.
Επίσης είναι γνωστό ότι ο εμβολιασμός για κοκκύτη παρέχει ανοσία που φθίνει με την πάροδο του χρόνου και ότι μεγάλο ποσοστό κρουσμάτων αφορά ανεμβολίαστα παιδιά.
Τα δεδομένα αυτά οδήγησαν τον Ιούνιο του 2024 στην έκδοση εγκυκλίου από το Υπουργείο Υγείας αναφορικά με την ανάγκη εμβολιασμού των επίνοσων ατόμων.
Ο εμβολιασμός των επίνοσων ατόμων αποτελεί σημαντικό μέτρο στην πρόληψη της νόσου. Η Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμών (ΕΕΕ) και ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), συνιστούν τον άμεσο εμβολιασμό όλων των επίνοσων ατόμων και ιδιαίτερα των εγκύων, σύμφωνα με τα ισχύοντα Εθνικά προγράμματα εμβολιασμού Παιδιών, Εφήβων και Ενηλίκων.
Ειδικότερα, οι έγκυες θα πρέπει να εμβολιάζονται σε κάθε κύηση με μια δόση εμβολίου TdaP ή TdaP-IPV, κατά προτίμηση από την 27η έως την 36η εβδομάδα κύησης, ανεξάρτητα από το μεσοδιάστημα που μεσολάβησε από προηγούμενο εμβολιασμό με Td/TdaP .
Mε τα ίδια εμβόλια μπορούν να εμβολιαστούν και οι λεχωΐδες, που δεν εμβολιάστηκαν κατά τη διάρκεια της κύησης και τα μέλη οικογένειας, ιδανικά τουλάχιστον δύο εβδομάδες πριν την επαφή με νεογνά και βρέφη.
Τονίζεται ότι ο εμβολιασμός των εγκύων και των μελών της οικογένειας, είναι το μοναδικό μέτρο πρόληψης με υψηλή αποτελεσματικότητα στην προστασία των μικρών βρεφών ηλικίας έως τριών μηνών που διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο σοβαρής νόσου, επιπλοκών, ακόμα και θανάτου.
Ο εμβολιασμός της εγκύου έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή μητρικών αντισωμάτων σε διάστημα δύο εβδομάδων, τα οποία μεταφέρονται μέσω του πλακούντα στο έμβρυο και προστατεύουν το βρέφος από τη γέννηση. Πολύ μικρές ποσότητες μητρικών αντισωμάτων, έναντι του κοκκύτη, μπορούν επίσης να μεταφερθούν στο βρέφος μέσω του μητρικού γάλακτος. Επιπρόσθετα, το εμβόλιο προστατεύει την έγκυο από νόσηση και μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης του κοκκύτη από τη μητέρα στο βρέφος μετά τη γέννηση.
Τα διαθέσιμα εμβόλια έναντι του κοκκύτη TdaP ή TdaP-IPV έχουν δοκιμαστεί σε πολλές μελέτες, είναι απόλυτα ασφαλή και έχουν ενταχθεί στα προγράμματα εμβολιασμού των εγκύων πολλών ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ των οποίων και στη χώρα μας, τονίζει ο ΕΟΔΥ.
Εμβολιασμός επαγγελματικών υγείας
Εξίσου σημαντικός είναι ο εμβολιασμός των επαγγελματιών υγείας με μια αναμνηστική δόση TdaP ανά δεκαετία. Ο κοκκύτης όπως είναι γνωστό, παρουσιάζει υψηλή μεταδοτικότητα και καταγράφονται συρροές κρουσμάτων εντός Νοσοκομείων σε επαγγελματίες υγείας. H πρόληψη της διασποράς του κοκκύτη σε χώρους Παροχής Φροντίδας Υγείας με έγκαιρο εμβολιασμό των επαγγελματιών υγείας, είναι κρίσιμης σημασίας για την προστασία ιδιαίτερα των ατόμων που βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο σοβαρής νόσου και επιπλοκών, τονίζει ο ΕΟΔΥ.
Συστήνει την εγρήγορση των επαγγελματιών υγείας για αυξημένη κλινική υποψία για πιθανά κρούσματα κοκκύτη, με σκοπό την έγκαιρη έναρξη της κατάλληλης θεραπείας με μακρολίδες, καθώς η καθυστερημένη χορήγηση αντιβιοτικών είναι αναποτελεσματική στην αντιμετώπιση και μετάδοση της νόσου. Επιπλέον, συστήνεται η χορήγηση αντιμικροβιακής αγωγής σε όλα τα άτομα που ήρθαν σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα κοκκύτη, ανεξάρτητα από προηγούμενη νόσηση ή εμβολιασμό.