Νέα μελέτη του Eteron και του ΚΕΠΥ καταγράφει τη συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος υγείας. Το ΕΣΥ σε οριακό σημείο αντοχής.
Στο όριο των αντοχών του βρίσκεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας, σύμφωνα με νέα εκτενή μελέτη του Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή. Η μελέτη εκπονήθηκε από το ΚΕΠΥ (Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας) και αποτυπώνει με αριθμούς και χρονολογίες τη σταδιακή αποψίλωση του ΕΣΥ την τελευταία 15ετία. Η έρευνα με τίτλο «Το ΕΣΥ σε οριακό σημείο αντοχής: μια διαχρονική αποτίμηση της απόδοσής του στον απόηχο της οικονομικής και πανδημικής κρίσης (2009-2024)» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δύο διαδοχικές κρίσεις, η οικονομική και η πανδημική, σε συνδυασμό με περιορισρικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές διαχείρισης, οδήγησαν σε ένα συρρικνωμένο και απαξιωμένο δημόσιο σύστημα υγείας.
ΠΟΕΔΗΝ: Προϋπολογισμός 2026- Στάσιμη πορεία χωρίς προοπτική ανάταξης του ΕΣΥ
Σύμφωνα με τα ευρήματα της μελέτης, η δημόσια χρηματοδότηση του ΕΣΥ μειώθηκε δραστικά από το 2009 και μετά, χωρίς να ανακτηθεί ούτε κατά την περίοδο της πανδημίας. Αντίθετα, ακόμη και όταν αυξήθηκε η δημόσια δαπάνη υγείας, οι πρόσθετοι πόροι δεν επενδύθηκαν στη μόνιμη ενίσχυση των νοσοκομείων, αλλά κατευθύνθηκαν κυρίως στην αγορά υπηρεσιών από τον ιδιωτικό τομέα. Την ίδια ώρα, το μόνιμο ιατρικό και υγειονομικό προσωπικό τόσο στα νοσοκομεία όσο και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας συνέχισε να μειώνεται.
Η εικόνα που καταγράφεται για το 2024 είναι ενδεικτική της κρίσης: το ΕΣΥ διαθέτει 12,9% λιγότερα νοσοκομεία, 14,6% λιγότερες κλίνες και 9,6% λιγότερο νοσοκομειακό προσωπικό σε σχέση με το 2009, ενώ πάνω από ένας στους δέκα εργαζόμενους στα νοσοκομεία απασχολείται με επισφαλείς, ορισμένου χρόνου συμβάσεις. Υπολογίζεται, μάλιστα, ότι μόνο η αθροιστική απώλεια δημόσιας χρηματοδότησης προς τα νοσοκομεία του ΕΣΥ από το 2009 έως το 2024 αγγίζει τα 38 δισ. ευρώ.
Ιδιαίτερα ανησυχητικά είναι και τα στοιχεία για την πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας. Οι ανικανοποίητες ανάγκες υγείας του πληθυσμού βρίσκονται σήμερα στα ίδια επίπεδα με την κορύφωση της οικονομικής κρίσης το 2014, με έναν στους οκτώ πολίτες να δηλώνει ότι δεν μπόρεσε να επισκεφθεί γιατρό. Για τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα το ποσοστό είναι ακόμη υψηλότερο, ενώ κατά την πανδημία το 10% των νοικοκυριών αντιμετώπισε καταστροφικές δαπάνες υγείας, που απειλούσαν άμεσα τη οικονομική τους βιωσιμότητα.
Η μελέτη καταγράφει επίσης τη σημαντική μείωση της νοσηλευτικής κίνησης και των παρεχόμενων υπηρεσιών. Την περίοδο 2019-2023 πραγματοποιήθηκαν αθροιστικά πάνω από 840.000 λιγότερες νοσηλείες, σχεδόν 356.000 λιγότερα χειρουργεία και περίπου 9,7 εκατομμύρια λιγότερες επισκέψεις στην ΠΦΥ σε σύγκριση με τα προ πανδημίας επίπεδα – απώλειες που, ακόμη και το 2024, δεν έχουν αποκατασταθεί.
7 βασικά ευρήματα της έρευνας:
- Η δημόσια δαπάνη υγείας μειώθηκε κατά 43,3% την περίοδο 2009 – 2019.
- Το ΕΣΥ την ίδια περίοδο έχασε το 13,6% των νοσοκομείων του και το 23,5% των νοσοκομειακών κλινών.
- Οι ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες του πληθυσμού αυξήθηκαν κατά 28,2%.
- Η αύξηση των δημόσιων δαπανών υγείας κατά 9,7% συνοδεύτηκε από μείωση της χρηματοδότησης των νοσοκομείων του ΕΣΥ κατά 2,6% κατά την πανδημική περίοδο (2020–24).
- Την ίδια περίοδο πραγματοποιήθηκαν 350.000 λιγότερες χειρουργικές επεμβάσεις.
- Στα νοσοκομεία του ΕΣΥ η χρηματοδότηση παραμένει κατά 38% μικρότερη σε σχέση με τα προ κρίσεων επίπεδα του 2009 κατά τη μετα-πανδημική περίοδο (2024).
- Το υγειονομικό προσωπικό στα νοσοκομεία του ΕΣΥ το 2024 παρέμενε κατά 9,6% λιγότερο σε σχέση με το 2009.
Τα ευρήματα της μελέτης υποδεικνύουν την ανάγκη επείγουσας ανάταξης του ΕΣΥ με όλους τους αναγκαίους χρηματοδοτικούς, υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Ενδεικτικά και μόνο η ανάκαμψη των νοσοκομείων του ΕΣΥ ακόμη και στα πλημμελή προ-2009 επίπεδα, θα σήμαινε αύξηση κατά €2δισ. της ετήσιας δημόσιας χρηματοδότησης τους, πρόσληψη 11000 νέων μόνιμων υγειονομικών και την μονιμοποίηση των 9884 επικουρικών υπαλλήλων που εργάζονται σήμερα στα νοσοκομεία. Η ανάταξη αυτή είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή προϋπόθεση για την επούλωση της ρηγμάτωσής του, αναφέρουν οπι συγγραφείς της μελέτης. Σημειώνουν ότι οφείλει να συνοδευτεί από πολιτικές αποεμπορευματοποίησης της λειτουργίας και των παρεχόμενων υπηρεσιών του (όπως η κατάργηση όλων των πληρωμών των ασθενών κατά τη τακτική και ολοήμερη λειτουργία του ΕΣΥ), πολιτικές αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο εσωτερικό του και από μία ριζική μεταρρύθμιση ενιαιοποίησης, ενδυνάμωσης και πληθυσμιακού αναπροσανατολισμού των υπηρεσιών Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που παρέχει.