Παρά τις βελτιώσεις σε υποδομές, η έλλειψη προσωπικού και πρωτοβάθμιας φροντίδας προκαλεί υπερπληρότητα στο ΕΣΥ, ταλαιπωρία ασθενών και εξουθένωση προσωπικού.
«Καλοδεχούμενα τα έργα που αναβαθμίζουν την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας. Όμως, όσο κι αν βελτιώνονται οι υποδομές, χωρίς ανθρώπινο δυναμικό, το Εθνικό Σύστημα Υγείας δεν μπορεί να σταθεί. Το ΕΣΥ δεν χρειάζεται απλώς έργα.
Χρειάζεται ανθρώπους».
Τα παραπάνω αναφέρει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), Μιχάλης Γιαννάκος, με αφορμή την Πανελλαδική Πανυγειονομική απεργία την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου.
Ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας φέρνει ως παράδειγμα το νοσοκομείο «Αττικόν», ένα από τα πιο σημαντικά νοσοκομεία της χώρας, στο οποίο πρόσφατα παραδόθηκαν υπερσύγχρονα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών.
«Αττικόν»: Σε λειτουργία το νέο υπερσύγχρονο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών
Όπως αναφέρει «σε κάθε εφημερία το επισκέπτονται περίπου 1.000 ασθενείς, ενώ λιγότεροι από 200 εισάγονται για νοσηλεία. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του προσωπικού, η έλλειψη οργανωμένης πρωτοβάθμιας περίθαλψης είναι εμφανής. Δεκάδες ράντζα αναπτύσσονται καθημερινά, με το 50% των νοσηλευόμενων να προέρχεται από την περιφέρεια, στοιχείο που υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη ενίσχυσης των περιφερειακών νοσοκομείων».
Διαχείριση των παθολογικών περιστατικών
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των δημόσιων νοσοκομείων, σύμφωνα με τον κ. Γιαννάκο, είναι η διαχείριση των παθολογικών περιστατικών, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, όταν οι ιώσεις βρίσκονται σε έξαρση. Στις εφημερίες των μεγάλων νοσοκομείων της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, το 70% των περιστατικών είναι παθολογικά, ενώ εισάγεται λιγότερο από το 20% των εξεταζόμενων. Η ανεπάρκεια κλινών οδηγεί συχνά σε υπερπληρότητα, με πάνω από 120 παθολογικούς ασθενείς να εισάγονται σε μία μόνο εφημερία.
«Για τη διαχείριση του όγκου αυτού, εφαρμόζονται δύο «λύσεις ανάγκης»: η ανάπτυξη ράντζων στους διαδρόμους ή η νοσηλεία παθολογικών περιστατικών σε χειρουργικές κλινικές . Και οι δύο πρακτικές είναι επικίνδυνες, ιδιαίτερα η δεύτερη, καθώς αυξάνει τον κίνδυνο ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, οι οποίες ευθύνονται για χιλιάδες θανάτους κάθε χρόνο».
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, περίπου 4 εκατομμύρια ασθενείς στην Ε.Ε. προσβάλλονται ετησίως από ενδονοσοκομειακή λοίμωξη, με 37.000 θανάτους. Η Ελλάδα, δυστυχώς, κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρώπη τόσο σε ποσοστά προσβολών όσο και σε θνησιμότητα, με έως και 10% των νοσηλευόμενων να προσβάλλονται.
ΠΟΕΔΗΝ: Οι αιτίες είναι γνωστές
- Λιγότερες από τις απαιτούμενες νοσοκομειακές κλίνες (3,5 ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 5,3 στην Ε.Ε.)
- Έλλειψη προσωπικού: δύο νοσηλεύτριες για 40 ασθενείς, ένας γιατρός για ολόκληρη κλινική
- Ανεπαρκής πρωτοβάθμια φροντίδα και απουσία οικογενειακού γιατρού
- Υπολειτουργία πολλών παθολογικών κλινικών στα μικρά και μεσαία νοσοκομεία της περιφέρειας λόγω ελλείψεων ιατρικού , νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού.
- Στα νοσοκομεία της Αττικής, της Θεσσαλονίκης και της περιφέρειας το 50% των νοσηλευόμενων ασθενών είναι από άλλους νομούς, οι οποίοι διαθέτουν νοσοκομεία αλλά υπολειτουργούν.
«Πάνω από 500 άτομα βρίσκονται νοσηλευόμενα στις παθολογικές κλινικές των νοσοκομείων της χώρας χωρίς να έχουν πρόβλημα υγείας. Αρνούνται να πάρουν εξιτήριο γιατί δεν έχουν που να πάνε. Οι κοινωνικές υπηρεσίες των νοσοκομείων συναντούν τείχος στις ιδιωτικές προνοιακές μονάδες που έχουν απλησίαστα κόστη φιλοξενίας και δημόσιες προνοιακές μονάδες που έχουν λίστα αναμονής χρόνων. Πρέπει κάποιος περιθαλπόμενος να πεθάνει από τις δημόσιες προνοιακές μονάδες για να επιτρέψουν την εισαγωγή άλλου ατόμου».
Η λύση στα προβλήματα
- Ασφαλής λειτουργία όλων των ανεπτυγμένων κλινών
- Ανάπτυξη νέων παθολογικών και πνευμονολογικών κλινών, ώστε να πλησιάσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
- Ενίσχυση του Νοσοκομείου Δυτικής Αττικής «Αγία Βαρβάρα», που θα αποσυμφορήσει το «Αττικό»
- Κανένα κλείσιμο ή συγχώνευση νοσοκομείων
- Κίνητρα προσέλκυσης και παραμονής προσωπικού: αυξήσεις μισθών, μονιμοποιήσεις συμβασιούχων, ένταξη στα ΒΑΕ.
Δεν μηδενίζουμε, αναγνωρίζουμε τις βελτιώσεις, όπως την αναβάθμιση των Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών, τις προσλήψεις τραυματιοφορέων και την ηλεκτρονική παρακολούθηση ασθενών. Ωστόσο, η πολύωρη ταλαιπωρία στα επείγοντα θα σταματήσει μόνο όταν ενισχυθεί ουσιαστικά το προσωπικό και αναπτυχθεί πλήρως η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, καταλήγει ο κ. Γιαννάκος.