Ο ΠΟΥ προειδοποιεί ότι μέχρι το 2030 λιγότερο από το 10% των ασθενών θα έχει πρόσβαση στις θεραπείες για την παχυσαρκία.
Η παχυσαρκία, μια ολοένα διογκούμενη παγκόσμια πρόκληση που πλήττει σήμερα περισσότερους από ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, βρίσκεται στο επίκεντρο της νέας δέσμης κατευθυντήριων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Για πρώτη φορά, ο ΠΟΥ προχωρά σε επίσημη σύσταση μακροχρόνιας χρήσης των φαρμάκων GLP-1 ως θεραπευτική επιλογή για ενήλικες με παχυσαρκία, υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα την ανάγκη να συνοδεύονται από υγιεινή διατροφή και συστηματική σωματική άσκηση. Η απόφαση αυτή αντικατοπτρίζει μια καθοριστική παραδοχή: η παχυσαρκία αποτελεί χρόνια ασθένεια, που απαιτεί ολιστική και ισόβια αντιμετώπιση.
Εθνικές Κατευθυντήριες Οδηγίες αλλάζουν το τοπίο στη διαχείριση της παχυσαρκίας στην Ελλάδα
Παρά τα ενθαρρυντικά θεραπευτικά αποτελέσματα των αγωνιστών GLP-1 – όπως η σεμαγλουτίδη, η τιρζεπατίδη και η λιραγλουτίδη- ο ΠΟΥ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τη μεγαλύτερη πρόκληση που ξεδιπλώνεται μπροστά μας: την πρόσβαση. Ακόμη και με ταχείς ρυθμούς παραγωγής, εκτιμάται ότι μέχρι το 2030 τα φάρμακα αυτά θα φτάσουν σε λιγότερο από το 10% των ανθρώπων που τα χρειάζονται. Η προειδοποίηση είναι σαφής και ανησυχητική: χωρίς συντονισμένη διεθνή δράση, η άνιση πρόσβαση σε αυτές τις θεραπείες κινδυνεύει να διευρύνει ακόμη περισσότερο τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, τόσο μεταξύ διαφορετικών χωρών όσο και στο εσωτερικό τους.
Ο ΠΟΥ αναμένεται να παρουσιάσει την επόμενη εβδομάδα τις κατευθυντήριες οδηγίες του για την κλινική διαχείριση της παχυσαρκίας σε παιδιά και εφήβους.
Η παχυσαρκία μπορεί να αντιμετωπιστεί με ολιστική και ισόβια φροντίδα
Ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους, ανέφερε ότι η απόφαση του Οργανισμού «αναγνωρίζει ότι η παχυσαρκία είναι μια χρόνια ασθένεια που μπορεί να αντιμετωπιστεί με ολιστική και ισόβια φροντίδα» αλλά προειδοποίησε ότι τα φάρμακα από μόνα τους δεν θα επιλύσουν αυτήν την παγκόσμια κρίση.
Τα φάρμακα, που κυκλοφορούν εδώ και μια δεκαετία με τις εμπορικές ονομασίες Ozempic, Wegony, Mounjaro κ.α. στόχευαν αρχικά στην αντιμετώπιση του διαβήτη αλλά εδώ και χρόνια χρησιμοποιούνται για την απώλεια βάρους. Αποκαλούνται «αγωνιστές του υποδοχέα GLP-1» επειδή μιμούνται τη δράση αυτής της ορμόνης που βοηθά στην έκκριση ινσουλίνης και προκαλεί αίσθημα κορεσμού.
Στελέχη του ΠΟΥ σημείωσαν ωστόσο ότι η μεγαλύτερη πρόκληση στο εξής θα είναι η πρόσβαση στα φάρμακα αυτά. «Η μεγαλύτερη ανησυχία μας είναι η ισότιμη πρόσβαση. Χωρίς συντονισμένη δράση, τα φάρμακα αυτά θα διευρύνουν το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών, τόσο μεταξύ των χωρών όσο και εντός των χωρών», προειδοποίησε ο Τέντρος.
Τον Σεπτέμβριο ο ΠΟΥ είχε προσθέσει τη σεμαγλουτίδη και την τιρζεπατίδη, τις δραστικές ουσίες των φαρμάκων Ozempic (Novo Nordisk) και Mourjano (Eli Lilly) στον κατάλογο των βασικών φαρμάκων για τη διαχείριση του διαβήτη τύπου 2 στις ομάδες υψηλού κινδύνου.
Οι οδηγίες του ΠΟΥ αφορούν ενήλικες με Δείκτη Μάζας Σώματος άνω του 30. Προτείνονται τρεις δραστικοί παράγοντες, η σεμαγλουτίδη, η τιρζεπατίδη και ένα παλαιότερο φάρμακο της ίδιας κατηγορίας, η λιραγλουτίδη.
Σύμφωνα με στοιχεία του ΠΟΥ, περισσότεροι από 3,7 εκατ. άνθρωποι πέθαναν το 2022 από ασθένειες που σχετίζονται με την παχυσαρκία. Εάν δεν ληφθούν μέτρα, ο αριθμός των ανθρώπων που πάσχουν από παχυσαρκία μπορεί να διπλασιαστεί μέχρι το 2030. Η «επιδημία παχυσαρκίας» έχει και σημαντικές οικονομικές συνέπειες αφού ο ΠΟΥ υπολογίζει ότι το παγκόσμιο κόστος θα μπορούσε να φτάσει τα 3 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως μέχρι το 2030.
«Εάν δεν αλλάξουμε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, την κατάσταση, η πίεση στα συστήματα υγείας θα καταστεί μη βιώσιμη» είπε ο Τζέρεμι Φάραρ, γενικός υποδιευθυντής του ΠΟΥ, αρμόδιος για την προώθηση της υγείας, την πρόληψη και την καταπολέμηση ασθενειών.
