Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής συνοδεύεται από την πρόκληση της γήρανσης του πληθυσμού και την εκτόξευση των χρόνιων παθήσεων, σύμφωνα με μελέτη για την παγκόσμια υγεία.
Η παγκόσμια υγεία τα τελευταία πενήντα χρόνια γνώρισε μια θεαματική πρόοδο, με το προσδόκιμο ζωής να αυξάνεται κατά σχεδόν δύο δεκαετίες και την παιδική θνησιμότητα να μειώνεται χάρη στην επιστήμη, τα εμβόλια και τις δημόσιες πολιτικές. Ωστόσο, όπως επισημαίνει πρόσφατη ανάλυση που δημοσιεύτηκε στο Lancet (Αύγουστος 2025), η επόμενη μέρα φέρνει νέες και πολύπλοκες προκλήσεις. Η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση των χρόνιων παθήσεων, αλλά και οι κοινωνικές και οικονομικές πιέσεις που θα προκύψουν, διαμορφώνουν μια πραγματικότητα που δεν αφήνει περιθώρια εφησυχασμού. Μέχρι το 2050, σχεδόν 7 στους 10 θανάτους θα αφορούν άτομα άνω των 70 ετών, γεγονός που μεταφράζεται σε τεράστιες ανάγκες φροντίδας και νέες προτεραιότητες για τα συστήματα υγείας.
Η Καθηγήτρια Θεραπευτικής – Επιδημιολογίας – Προληπτικής Ιατρικής, Παθολόγος (Θεραπευτική Κλινική Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Θεοδώρα Ψαλτοπούλου και η Βιολόγος Αλεξάνδρα Σταυροπούλου, συνοψίζουν τα κυριότερα σημεία της δημοσίευσης.
Ειδικότερα, από το 1970 μέχρι σήμερα, η εικόνα της παγκόσμιας υγείας έχει αλλάξει ριζικά. Το προσδόκιμο ζωής αυξήθηκε θεαματικά: από τα 56 χρόνια το 1970 έφτασε στα 73 το 2019. Η παιδική θνησιμότητα υποχώρησε σε πρωτόγνωρα επίπεδα, χάρη στις εμβολιαστικές εκστρατείες, τις θεραπείες για μολυσματικές ασθένειες και τη βελτίωση της διατροφής. Η πρόοδος της ιατρικής και των δημόσιων πολιτικών υγείας άλλαξε το τοπίο.
Οι προκλήσεις
Ωστόσο, πίσω από αυτά τα ενθαρρυντικά στοιχεία, διαγράφεται μια νέα και αναπόφευκτη πρόκληση: η γήρανση του πληθυσμού. Το 1970, η μέση ηλικία στον κόσμο ήταν 20 έτη· το 2019 είχε φτάσει τα 29 και μέχρι το 2050 αναμένεται να ανέβει στα 36. Ταυτόχρονα, η μέση ηλικία θανάτου αυξήθηκε από τα 69 στα 76 χρόνια και προβλέπεται να αγγίξει τα 82 μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα ζουν περισσότερα χρόνια, αλλά και ότι οι κοινωνίες θα κληθούν να διαχειριστούν το βάρος των χρόνιων παθήσεων, από τις καρδιοπάθειες μέχρι τον διαβήτη και από τους καρκίνους μέχρι την άνοια.
Μια από τις πιο εντυπωσιακές διαπιστώσεις των επιστημονικών αναλύσεων είναι ότι ο παγκόσμιος δείκτης αδρών θανάτων (δηλαδή ο συνολικός αριθμός θανάτων ανά χίλια άτομα) έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του στην ιστορία το 2019. Από εκεί και μετά, όμως, τα δεδομένα αλλάζουν: η γήρανση του πληθυσμού οδηγεί σε σταδιακή αύξηση αυτού του δείκτη. Με άλλα λόγια, δεν είναι ότι ξαφνικά οι άνθρωποι πεθαίνουν νωρίτερα· απλώς η αύξηση των ηλικιωμένων στον συνολικό πληθυσμό θα αυξήσει τους απόλυτους αριθμούς θανάτων.
Μεταβολή στις αιτίες θανάτου
Η εικόνα δεν είναι ίδια σε όλες τις περιοχές του πλανήτη. Σε χώρες όπως η Κίνα και η Ινδία οι βελτιώσεις συνεχίστηκαν με γοργούς ρυθμούς τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Στην Υποσαχάρια Αφρική, τα κέρδη της δημόσιας υγείας υπήρξαν επίσης εμφανή, ιδιαίτερα στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας και στη μάχη κατά του HIV/AIDS. Αντίθετα, στις Ηνωμένες Πολιτείες καταγράφηκε μια ανησυχητική τάση: οι θάνατοι σε μεσήλικες (15–49 και 50–69 ετών) όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά αυξήθηκαν. Παράγοντες όπως οι υπερδοσολογίες οπιοειδών, οι αυτοκτονίες και οι χρόνιες ασθένειες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής (παχυσαρκία) φαίνεται να ανατρέπουν την εικόνα της προόδου.
Ένα άλλο στοιχείο που ξεχωρίζει είναι η μεταβολή στις αιτίες θανάτου. Οι λεγόμενες «παραδοσιακές» ασθένειες –λοιμώξεις, παιδικά νοσήματα, επιπλοκές εγκυμοσύνης– έχουν υποχωρήσει εντυπωσιακά. Ο θάνατος από ιλαρά, φυματίωση ή επιπλοκές της γέννας είναι πολύ σπανιότερος απ’ ό,τι στο παρελθόν. Στη θέση τους, όμως, κυριαρχούν πλέον τα μη μεταδοτικά νοσήματα, όπως τα καρδιαγγειακά, τα εγκεφαλικά επεισόδια, οι κακοήθειες που σχετίζονται με το κάπνισμα και, πάνω απ’ όλα, ο σακχαρώδης διαβήτης. Ενώ σχεδόν όλες οι άλλες αιτίες θανάτου ακολουθούν πτωτική πορεία, ο διαβήτης αυξάνει σταθερά σε όλες τις περιοχές, με ιδιαίτερη ένταση στην Ινδία και την κεντρική και ανατολική Ευρώπη.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τις κοινωνίες μας; Πρώτον, ότι υπάρχει λόγος αισιοδοξίας:
οι τεράστιες μειώσεις στη θνησιμότητα δείχνουν πως οι επενδύσεις στην υγεία αποδίδουν.
Δεύτερον, ότι η δημογραφική αλλαγή είναι αναπόφευκτη και θα φέρει μεγάλες πιέσεις. Μέχρι το 2050, σχεδόν το 70% των θανάτων θα αφορά ανθρώπους άνω των 70 ετών. Αυτό μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος για τα συστήματα υγείας, αλλά και σε μεγαλύτερη ανάγκη για φροντίδα μακράς διάρκειας.
Τρίτον, ότι απαιτείται στόχευση: οι κυβερνήσεις και τα συστήματα υγείας πρέπει να εστιάσουν σε συγκεκριμένες παθήσεις που ευθύνονται για το μεγαλύτερο μέρος της ανισότητας στη ζωή και στην υγεία. Η καταπολέμηση των καρδιοπαθειών, του καρκίνου και κυρίως του σακχαρώδη διαβήτη είναι ίσως το πιο κρίσιμο στοίχημα των επόμενων δεκαετιών.
Μέσα σε όλα αυτά, οι κοινωνίες θα πρέπει να βρουν τρόπους να ισορροπήσουν. Η μείωση των γεννήσεων σημαίνει ότι οι νεότερες γενιές θα είναι λιγότερες, άρα και οι εργαζόμενοι που θα συνεισφέρουν στα δημόσια ταμεία. Την ίδια στιγμή, ο αριθμός των ηλικιωμένων που θα χρειάζονται συντάξεις και υπηρεσίες υγείας θα αυξάνεται. Το δημογραφικό αυτό «ψαλίδι» μπορεί να απειλήσει την κοινωνική συνοχή αν δεν ληφθούν μέτρα έγκαιρα.
Συνοψίζοντας, σύμφωνα με αυτό το πολύ πρόσφατο άρθρο στο Lancet, το ταξίδι της παγκόσμιας υγείας από το 1970 έως το 2050 είναι μια ιστορία εντυπωσιακής προόδου αλλά και δύσκολων διλημμάτων, τονίζουν οι επιστήμονες. Σημειώνουν ότι η ιστορία της υγείας ως το 2050 δεν θα γραφτεί μόνο από τα νοσοκομεία και τα εμβόλια, αλλά και από τις πολιτικές αποφάσεις, τις κοινωνικές αλλαγές και τις προσωπικές μας επιλογές.