Ένας από τους βασικότερους παράγοντες της ύφεσης και της απόκλισης από τη μέση ευρωπαϊκή τάση ανάπτυξης της Χώρας μας, ήταν η πολιτική τοξικότητα και η έλλειψη συναίνεσης.
Το 2025 βρίσκει την Ελλάδα σε ένα σταυροδρόμι ραγδαίων εξελίξεων και μεταρρυθμίσεων στον τομέα της υγείας. Από την μια πλευρά η δεκαετής οικονομική κρίση, τα τρία μνημόνια και στη συνέχεια η πανδημία της COVID-19, που επιδείνωσαν την υγεία του Ελληνικού πληθυσμού και στοίχισαν 3,5 χρόνια υγιούς επιβίωσης, και από την άλλη, οι προκλήσεις που δημιουργήθηκαν κατά την έξοδο από την κρίση φέρνουν στο προσκήνιο την αναζήτηση της άριστης στρατηγικής που θα οδηγήσει στην οικονομική ανάπτυξη και την ευημερία των πολιτών.
Την τελευταία δεκαπενταετία, τα θέματα της υποχρηματοδότησης, της αποδοτικότητας, των ανικανοποίητων αναγκών υγείας, και των ανισοτήτων στην πρόσβαση στις υγειονομικές υπηρεσίες απασχόλησαν τους διεθνείς οργανισμούς, τις κυβερνήσεις και τους υπευθύνους χάραξης των πολιτικών υγείας. Σε πολλές επιτελικές συνεδριάσεις των υπουργών υγείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) και του ΟΟΣΑ έχει επισημανθεί η ανάγκη αύξησης των επενδύσεων στην υγεία για την επίτευξη των 17 Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).
Οι δαπάνες για την υγεία δεν αποτελούν κόστος αλλά επένδυση
Μια επένδυση που επιφέρει πολλαπλάσια αναπτυξιακά αποτελέσματα. Τεκμηριωμένες μελέτες αναφέρουν ότι η δαπάνη ενός Ευρώ για την πρόληψη επιφέρει 12 Ευρώ όφελος στην Κοινωνία. Υπό αυτή την έννοια αξίζει να διερευνήσουμε τη διαχρονική εξέλιξη των δαπανών υγείας την τελευταία δεκαπενταετία. Για λόγους ανάλυσης θα διακρίνουμε τρεις σημαντικές περιόδους που σμίλεψαν τις πολιτικές υγείας στην Χώρα μας.
Η πρώτη περίοδο 2011-2015, η Ελλάδα πέρασε μια οικονομική κρίση που άφησε το στίγμα της στην κοινωνία. Οι δαπάνες υγείας συρρικνώθηκαν από 18,836 δις το 2011 σε14,732 δις το 2015. Δηλαδή μείωση κατά 22%. Οι δημόσιες δαπάνες μειώθηκαν την περίοδο 2011-2015 κατά 30% ενώ οι ιδιωτικές μειώθηκαν μόλις κατά 6%. Επομένως παρατηρούμε ότι η δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών μετακύλησε ένα δυσβάστακτο οικονομικό βάρος στα νοικοκυριά.
Η δεύτερη περίοδος 2015-2019 χαρακτηρίζεται για την Χώρα μας ως η συνέχεια της ύφεσης και της απόκλισης από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι ρυθμοί ετήσιας ανάπτυξης των κατά κεφαλή δαπανών υγείας στην Ελλάδα ήταν 1.1% έναντι 3,4% στην ΕΕ-27.
Δηλαδή η Ελλάδα αντιπροσώπευε το ένα τρίτο της ανάπτυξης σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Την ίδια περίοδο ο ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας στην Κύπρο, που πέρασε μια οδυνηρή οικονομική κρίση όπως η Ελλάδα, ήταν 6.2% (εξαπλάσια σε σχέση με την Ελλάδα).
Την Τρίτη Περίοδο 2019-2022 οι Χώρες της υφηλίου πλήττονται από την πανδημία του COVID-19, και οι κυβερνήσεις λαμβάνουν δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση του ιού. Τα μέτρα αυτά οδηγούν στην αύξηση των δαπανών υγείας.
Στην Ευρώπη ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των δαπανών υγείας ανήλθε στο 3.6%. Στην Ελλάδα έφθασε στο 4.5% ξεπερνώντας κατά μια ποσοστιαία μονάδα τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Το ποσοστό των δαπανών υγείας στο ΑΕΠ αυξήθηκε στη Χώρα μας από 8.15% το 2019 στο 9,6% το 2023.
Σήμερα, πια, μετα από μια δεκαετή οικονομική κρίση και στη συνέχεια από μια πανδημία οι δαπάνες υγείας στη Χώρα μας επανέρχονται στα επίπεδα που ήταν πριν την κρίση.
Σύμφωνα με την πρόσφατη έκδοση της ΕΛΣΤΑΤ, της 27ης Μαρτίου 2025, οι δαπάνες υγείας το 2023 ανήλθαν στα 18,902 δις. Το 2011 το αντίστοιχο ποσό ήταν 18,836 δις.
Επομένως το χρηματο-οικονομικό σύστημα υγείας της χώρας το 2023 ανακάμπτει και φθάνει στα επίπεδα του 2011.
Πολιτική τοξικότητα και η έλλειψη συναίνεσης
Αξίζει να θέσουμε το ερώτημα κατά πόσο διδαχθήκαμε από τις διχόνοιες και από τα λάθη του παρελθόντος και κατά πόσο οι προκλήσεις για νέες αναπτυξιακές πολιτικές υγείας μπορούν να οδηγήσουν σε συναινετικές πολιτικές μεταξύ των κομμάτων. Στο Πανεπιστήμιο Αθηνών χρησιμοποιήσαμε οικονομετρικές αναλύσεις διερευνώντας τον οικονομικό κύκλο σε σχέση με τον επιδημιολογικό και τον πολιτικό.
Τα συμπεράσματα είναι αποκαλυπτικά. Ένας από τους βασικότερους παράγοντες της ύφεσης και της απόκλισης από την μέση ευρωπαϊκή τάση ανάπτυξης της Χώρας μας, ήταν η πολιτική τοξικότητα και η έλλειψη συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων στη διαμόρφωση μια κοινής υγειονομικής πολιτικής. Η έλλειψη συναίνεσης οδήγησε στην ύφεση, στην φτωχοποίηση στην όξυνση των ανισοτήτων και στην απόκλιση από τον μέσο αναπτυξιακό ρυθμό που καταγράφεται στις χώρες της ΕΕ-27.
Η πολιτική συναίνεση και η ανάγκη για διακομματική συνεργασία στον τομέα της υγείας για την επίλυση των διαρθρωτικών προβλημάτων, αποτελεί ιστορική αναγκαιότητα. Ο Εκσυγχρονισμός και η Ψηφιοποίηση του ΕΣΥ, η ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας υγείας και της Πρόληψης, η αντιμετώπιση της υποστελέχωσης και της υποχρηματοδότησης απαιτούν κοινές διακομματικές συνέργειες.
Η δημιουργία Διακομματικών Επιτροπών Υγείας μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στη χάραξη στρατηγικής για μακροπρόθεσμο προγραμματισμό. Η επιστημονική τεκμηρίωση και η συνεργασία με Πανεπιστήμια και ερευνητικούς φορείς μπορεί να φέρει γόνιμα αποτελέσματα αξιοποιώντας τεχνογνωσία και πρακτικές επιτυχημένων μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη.
Στο Σταυροδρόμι των μεταρρυθμίσεων η βιωσιμότητα του ΕΣΥ και η ικανοποίηση των πολιτών από ποιοτικές υπηρεσίες υγείας αποτελούν πολιτική προτεραιότητα για συνεργασία μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων της Χώρας μας.