*Γράφει ο Γεράσιμος Καρούσος MRCP (London), Υπεύθυνος Παθολογικού Τομέα και Μεταβολικών νοσημάτων
Η παχυσαρκία είναι μια προοδευτική, σοβαρή, χρόνια νόσος που ταξινομείται με βάση το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ 30 kg/m2 ή μεγαλύτερο) και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των μεταβολικών, ψυχολογικών, περιβαλλοντικών, κοινωνικοοικονομικών και γενετικών.
Η παχυσαρκία αποτελεί μια μάστιγα στην σημερινή εποχή μας, με ένα ποσοστό 50% των συμπολιτών μας στην Ελλάδα να έχουν βάρος πάνω από το φυσιολογικό. Οι κύριες αιτίες για το νόσημα αυτό είναι η κακή διατροφή, που περιλαμβάνει κατανάλωση τροφών πλούσιων σε λίπη και “κακούς” υδατάνθρακες (ρύζι, ψωμί, ζυμαρικά, γλυκά) και μειωμένη φυσική δραστηριότητα.
Δυστυχώς οι επιπλοκές της ασθένειας αυτές είναι πολυσυστηματικές με κύριες τα καρδιαγγειακά νοσήματα, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, κακοήθειες, αναπνευστικές διαταραχές, μυοσκελετικά προβλήματα, υπογονιμότητα. Οι επιπλοκές αυτές συνολικά επιφέρουν μακροχρόνιες και μόνιμες βλάβες στην υγεία του ατόμου και αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για πρόωρο θάνατο και απαιτείται μακροχρόνια διαχείριση για να μειωθεί ο κίνδυνος αυτός. Αξιοσημείωτο είναι συνοψίζοντας τα παραπάνω πως 75% των θανάτων σε υπέρβαρους συσχετίζονται με καρδιαγγειακά νοσήματα.
Η αντιμετώπιση ενός νοσήματος που επηρεάζει όλα τα συστήματα του ανθρώπινου οργανισμού οφείλει να είναι πολύπλευρη αλλά και συγκεκριμένη. Η αλλαγή στον τρόπο ζωής του ασθενούς είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας με έμφαση στην υιοθέτηση μιας ισορροπημένης διατροφής που περιλαμβάνει “καλούς” υδατάνθρακες, δηλαδή φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως και πρωτεΐνες με χαμηλά λιπαρά, περιορίζοντας όσο το δυνατό τις επεξεργασμένες τροφές και τα γλυκά.

Το δεύτερο μέσο στη θεραπευτική μας προσέγγιση στη παχυσαρκία είναι η τακτική σωματική δραστηριότητα με συνδυασμό αερόβιας και αναερόβιας άσκησης που έχει ως αποτέλεσμα αφενός την αύξηση της ενεργειακής δαπάνης του οργανισμού αφετέρου τη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας και τη μυϊκή ενδυνάμωση.
Στα πλαίσια της πολύπλευρης αντιμετώπισης ενός σύνθετου νοσήματος, η συμπεριφορική παρέμβαση από εξειδικευμένο ψυχίατρο ή ψυχολόγο βοηθάει στη διαχείριση των συναισθημάτων, στη βελτίωση των υγιεινών συνηθειών, στη συναισθηματική στήριξη και στη δημιουργία κινήτρων για την επικείμενη αλλαγή των “επιβλαβών” συνηθειών.
Η φαρμακευτική προσέγγιση την τελευταία δεκαετία γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, με καλά μελετημένες φαρμακευτικές ουσίες που βοηθούν στην απώλεια βάρους με πολλαπλούς πλέον μηχανισμούς. Η ανορεξιογόνος δράση των ουσιών αυτών μέσω της καταστολής που προκαλούν σε αντίστοιχα κέντρα του εγκεφάλου, η λιποτροπική τους δράση που μειώνει το σπλαχνικό λίπος, η μείωση της κινητικότητας του στομάχου που οδηγεί σε εύκολο κορεσμό από μικρότερες ποσότητες τροφής, είναι ενδεικτικά κάποιοι απλοποιημένοι μηχανισμοί δράσης τους.
Ο τρόπος χορήγηση τους αρχικά ήταν σε ημερήσια ενέσιμη μορφή υποδορίως, στην εξέλιξη των μορίων αυτών πλέον η χορήγηση γίνεται εβδομαδιαίως με υποδόρια ένεση, ενώ οι κλινικές μελέτες αυτή τη στιγμή αφορούν την εβδομαδιαία χορήγηση των ουσιών αυτών σε χάπι.
Σε κάθε περίπτωση η χρόνια φαρμακευτική αγωγή για να επιτύχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα χωρίς φαρμακευτικές επιπλοκές, πρέπει να αξιολογείται και να παρακολουθείται από εξειδικευμένους ιατρούς με τακτικό έλεγχο και τροποποίηση της αγωγής σε ένα εξατομικευμένο επίπεδο. Τα φάρμακα αυτά στα σωστά χέρια έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατό να λαμβάνονται χωρίς εξειδικευμένη ιατρική συνταγογράφηση και καθοδήγηση.
Με τη συνολική αυτή προσέγγιση, τα οφέλη για τον ασθενή έχουν αποδειχθεί ακόμα και από την αρχική απώλεια του 5% του σωματικού του βάρους. Βελτιστοποιείται η γλυκόζη νηστείας και η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, ομαλοποιείται η αυξημένη αντίσταση στην ινσουλίνη, βελτιώνεται το λιπιδαιμικό προφίλ (μείωση κακής και αύξηση καλής χοληστερίνης), μειώνεται η αρτηριακή πίεση, απομακρύνεται το σπλαχνικό λίπος και διορθώνεται η ηπατική βιοχημεία. Συνολικά με τη μείωση του σωματικού βάρους κατά 5% μόλις, έχουμε τεράστια οφέλη στην υγεία και σημαντική μείωση στον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και καρδιαγγειακών νοσημάτων.
