Καρκίνος των ωοθηκών: Όσα πρέπει να γνωρίζουν οι ασθενείς

καρκίνος των ωοθηκών

Γράφει ο Ιωάννης Σύριος, Ογκολόγος Παθολόγος, Διευθυντής Β’ Κλινικής Παθολογικής Ογκολογίας, ΜΗΤΕΡΑ

Ο καρκίνος των ωοθηκών είναι μια λιγότερο συχνή, όμως ύπουλη, κακοήθεια. Λόγω της έλλειψης αξιόπιστης μεθόδου έγκαιρης ανίχνευσης και του γεγονότος ότι στα αρχικά στάδια τα συμπτώματα δεν είναι ειδικά, συνήθως η διάγνωση γίνεται  σε πιο προχωρημένο στάδιο. Η βελτιστοποίηση των χειρουργικών μεθόδων και της χημειοθεραπείας, καθώς και η διενέργεια ειδικών μοριακών εξετάσεων που συνεπικουρούν στην εξατομικευμένη θεραπεία έχουν βελτιώσει το προσδόκιμο επιβίωσης.

Ιωάννης Σύριος, Ογκολόγος – Παθολόγος

1. Πόσο συχνός είναι ο καρκίνος των ωοθηκών;

  • Κάθε χρόνο καταγράφονται περίπου 300.000–330.000 νέα περιστατικά καρκίνου ωοθηκών σε παγκόσμιο επίπεδο με ετήσια συχνότητα προσβολής 6,7 ανά 100.000 γυναίκες και μέση ηλικία διάγνωσης τα 63 έτη.
  • Στην Ελλάδα ο επιπολασμός (ο συνολικός αριθμός των γυναικών με νόσο) εκτιμάται σε 7–10 περιστατικά ανά 100.000 γυναίκες ανά έτος.

2. Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου;

Οι κυριότεροι γνωστοί παράγοντες είναι:

  • Ηλικία: Με την πάροδο των ετών αυξάνει ο κίνδυνος συσσώρευσης μεταλλάξεων στο DNA.
  • Κληρονομικότητα:  Σε συγκεκριμένους ιστολογικούς τύπους (χαμηλής διαφοροποίησης ορώδες καρκίνωμα) το ποσοστό γενετικής προδιάθεσης μπορεί να ξεπερνά το 20% (αναλόγως γεωγραφίας, πληθυσμού, φυλής). Σε οικογένειες με ιστορικό καρκίνου ωοθηκών/μαστού/παγκρέατος/προστάτη η συχνότητα ανεύρεσης μεταλλάξεων στα γονίδια BRCA1/BRCA2 είναι αυξημένη, όπως και ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου ωοθηκών. Σε ασθενείς που έχουν ήδη διαγνωστεί με καρκίνο ωοθηκών πρέπει να διενεργείται έλεγχος κληρονομικότητας, ο οποίος γίνεται με εξέταση αίματος και συνταγογραφείται μέσω ΕΟΠΥΥ.
  • Ορμονικές διαταραχές: Η πρώιμη εμμηναρχή (<12), η όψιμη εμμηνόπαυση (>55) και η ενδομητρίωση συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης συγκεκριμένων ιστολογικών υποτύπων καρκίνου ωοθηκών.
  • Τρόπος ζωής: Η παχυσαρκία και το κάπνισμα συμβάλλουν στον συνολικό κίνδυνο ανάπτυξης κακοήθειας, συμπεριλαμβανομένης αυτής των ωοθηκών.

3. Ποια είναι τα συχνότερα συμπτώματα;

Ο καρκίνος των ωοθηκών δεν έχει πάντα σαφή προειδοποιητικά σημάδια, με τα συμπτώματα να παραπέμπουν σε άλλες, πιο «αθώες», δυσλειτουργίες του πεπτικού ή των γυναικολογικών οργάνων, όπως:

  • Κοιλιακός μετεωρισμός (φούσκωμα) ή αίσθημα βάρους.
  • Συχνοουρία ή αίσθημα πίεσης στην κύστη.
  • Επίμονη ακαθόριστη ενόχληση στην κοιλιά και στην πύελο.
  • Αλλαγές στις συνήθειες του εντέρου (δυσκοιλιότητα ή διάρροια).
  • Απώλεια όρεξης ή ταχύς κορεσμός μετά από μικρή ποσότητα φαγητού.

Αν κάποιο από αυτά τα συμπτώματα επιμένει χωρίς προφανή αιτία είναι επιβεβλημένη η κλινική εξέταση, τόσο από τον οικογενειακό ιατρό όσο και από τον γυναικολόγο.

4. Πώς γίνεται η διάγνωση;

  1. Κλινική γυναικολογική εξέταση: Ο γιατρός διενεργεί γυναικολογική εξέταση και ενδοκολπικό υπερηχογράφημα.
  2. Αιματολογικοί δείκτες: Ο πιο γνωστός είναι ο CA-125. Αν και δεν είναι ειδικός, υψηλές τιμές μπορεί να υποδηλώνουν παρουσία κακοήθειας.
  3. Απεικονιστικές εξετάσεις:
    • Ενδοκολπικό υπερηχογράφημα, υπέρηχος κοιλίας.
    • Αξονική ή μαγνητική τομογραφία για περαιτέρω διερεύνηση και για αρχική εκτίμηση έκτασης της νόσου.
    • PET-CT για ακριβέστερη εκτίμηση πιθανής μετάστασης.
  4. Βιοψία μέσω λαπαροσκόπησης ή λαπαροτομίας ή καθοδηγούμενη με αξονικό τομογράφο: Η επίσημη διάγνωση καρκίνου ωοθηκών απαιτεί λήψη ιστού. Η ιστολογική εξέταση καθορίζει τον ακριβή τύπο της κακοήθειας και την έκταση της νόσου.

5. Ποια είναι τα στάδια της νόσου;

Η διαδικασία της σταδιοποίησης του καρκίνου των ωοθηκών είναι χειρουργική και η ιστολογική περιγράφει τα όργανα που έχουν προσβληθεί από τη νόσο.

Πρακτικά:

  • στο στάδιο Ι νοσούν μόνο οι ωοθήκες,
  • στο στάδιο ΙΙ η νόσος έχει εξαπλωθεί και σε άλλους ιστούς εντός της πυέλου,
  • στο στάδιο ΙΙΙ έχει προσβληθεί το περιτόναιο ή/και οι ενδοκοιλιακοί λεμφαδένες,
  • στο στάδιο IV καρκινικά κύτταρα έχουν προσβάλλει απομακρυσμένα όργανα.

Όσο πιο προχωρημένο το στάδιο, τόσο δυσμενέστερη είναι η πρόγνωση.

6. Διαθέσιμες θεραπείες

Η θεραπεία επιλέγεται με βάση το στάδιο της νόσου, τον τύπο των κυττάρων (ιστολογική και μοριακή ταυτότητα) και τη γενική κατάσταση της ασθενούς. Οι βασικοί θεραπείες είναι:

  • Χειρουργική επέμβαση
    Η πρώτη προσέγγιση είναι συνήθως η χειρουργική αφαίρεση της μήτρας, των ωοθηκών μετά των σαλπίγγων, άλλων πυελικών ιστών και του επιπλόου, η λήψη βιοψιών και εκπλύματος περιτοναίου, ο λεμφαδενικός καθαρισμός στα πρώιμα στάδια και η αφαίρεση όλων των ορατών νοσούντων ιστών. Στόχος είναι η πλήρης κυτταρομείωση, δηλαδή η μη ύπαρξη ορατής υπολειπόμενης νόσου με την ολοκλήρωση της επέμβασης. Αν αυτό δεν είναι δυνατό είτε λόγω της μεγάλης έκτασης της νόσου είτε λόγω της κακής κλινικής κατάστασης της ασθενούς, προκρίνεται η χορήγηση εισαγωγικής χημειοθεραπείας. Αυτές οι αποφάσεις λαμβάνονται στο πλαίσιο Ογκολογικού Συμβουλίου και οι συγκεκριμένες επεμβάσεις πρέπει να διενεργούνται από εξειδικευμένους Γυναικολόγους Ογκολόγους σε κέντρα με αντίστοιχη εμπειρία.
  • Χημειοθεραπεία
    Η συνηθισμένη μετεγχειρητική (επικουρική) θεραπεία βασίζεται σε δύο φάρμακα, την καρβοπλατίνη και την πακλιταξέλη, χορηγείται ανά 3 εβδομάδες για 6 φορές (κύκλους) στοχεύοντας στην ίαση με την καταστραφή τυχόν εναπομεινάντων καρκινικών κυττάρων. Στα προχωρημένα στάδια μπορεί να απαιτείται προεγχειρητική χορήγηση χημειοθεραπείας -που λέγεται εισαγωγική ή νεοεπικουρική- και αφορά στη χορήγηση 3-4 κύκλων καρβοπλατίνης-πακλιταξέλης. Μετεγχειρητικά χορηγούνται 3 κύκλοι, όμως λόγω της υψηλής πιθανότητας ύπαρξης υπολειπόμενων καρκινικών κυττάρων στον οργανισμό συστήνεται η θεραπεία συντήρησης με στοχεύουσες θεραπείες.
  • Στοχεύουσες θεραπείες συντήρησης
    • Αντιαγγειογενετικοί παράγοντες: Το Bevacizumab αναστέλλει την ανάπτυξη νέων αιμοφόρων αγγείων που «τροφοδοτούν» τον όγκο. Προστίθεται στη χημειοθεραπεία και χορηγείται και μετά την ολοκλήρωση αυτής ως συντήρηση.
    • PARP αναστολείς (olaparib, niraparib, rucaparib): Είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά φάρμακα σε ασθενείς με μεταλλάξεις BRCA ή άλλες ανεπάρκειες στον μηχανισμό επιδιόρθωσης βλαβών του DNA. Χορηγούνται μετά την ολοκλήρωση της χημειοθεραπείας και είναι σε μορφή χαπιών. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις χορηγείται συνδυασμός Bevacizumab – PARP αναστολέα.
    • Για την επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας συντήρησης είναι απαραίτητη η διενέργεια γονιδιακού ελέγχου τόσο στο βιοπτικό υλικό (στον ίδιο τον καρκίνο) όσο και στο αίμα.

7. Νεότερες εξελίξεις

  • Ανοσοθεραπεία
    Αφορά φάρμακα που στοχεύουν στους «αντιφραγμούς» του ανοσοποιητικού και κάνουν αποδοτικότερη τη λειτουργία των λεμφοκυττάρων του οργανισμού έναντι των καρκινικών κυττάρων. Έχουν ένδειξη σε σπανιότερες μορφές καρκίνου ωοθηκών που συνοδεύονται από υψηλό φορτίο μεταλλάξεων ή διαταραχές στην επιδιόρθωση των αναντιστοιχιών του DNA (MSI-H, dMMR).
  • Σύζευγμα αντισώματος-φαρμάκου (ADC): Αποτελούν νεότερα φάρμακα που θεωρούνται ως σύγχρονοι «Δούρειοι Ίπποι». Αποτελούνται από αντισώματα συνδεδεμένα με δραστική χημειοθεραπεία, που προσδένονται σε πρωτεΐνες/υποδοχείς στην επιφάνεια των καρκινικών κυττάρων. Όταν το αντίσωμα προσδεθεί στον υποδοχέα του καρκινικού κυττάρου, το ADC θα εισχωρήσει στο καρκινικό κύτταρο  απελευθερώνοντας τη δραστική ουσία. Το Μirvetuximab Soravtansine είναι ADC που στοχεύει στον υποδοχέα άλφα του φολικού οξέος που απαντάται συχνά στα καρκινικά κύτταρα των ωοθηκών.
  • Γενετικά οδηγούμενη θεραπεία: Αφορά φάρμακα που μπλοκάρουν ειδικές οδούς ανάπτυξης όγκων και χορηγούνται εξατομικευμένα με βάση την «μοριακή ταυτότητα» του όγκου.

8. Φροντίδα και υποστήριξη

Για την επιτυχημένη αντιμετώπιση του καρκίνου των ωοθηκών συστήνονται και τα κάτωθι:

  • Ψυχολογική υποστήριξη: Συνεδρίες με ψυχολόγο ή ομάδες αυτοβοήθειας για αντιμετώπιση άγχους, φόβου και κατάθλιψης.
  • Διατροφική αξιολόγηση: Διατροφή πλούσια σε πρωτεΐνες και βιταμίνες για καλύτερη ανοχή στη θεραπεία.
  • Άσκηση και φυσικοθεραπεία: Ελαφριά αεροβική άσκηση και ασκήσεις ενδυνάμωσης για διατήρηση της μυϊκής μάζας και βελτίωση της ποιότητας ζωής.
  • Βέλτιστη υποστηρικτική αγωγή (best supportive care): Ρύθμιση του πόνου, της δύσπνοιας, του άγχους και άλλων συμπτωμάτων, ανεξαρτήτως σταδίου νόσου.
  • Παρηγορητική φροντίδα (palliative care): Ολιστική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων όταν η νόσος δεν επιδέχεται άλλης ειδικής αντινεοπλασματικής αντιμετώπισης.

Συμπέρασμα

Ο καρκίνος των ωοθηκών μπορεί να παραμένει ύπουλη νόσος, όμως η γνώση των παραγόντων κινδύνου, η επαγρύπνηση για πρώιμα συμπτώματα και η στενή συνεργασία με τους θεράποντες είναι κρίσιμα βήματα για καλύτερη έκβαση. Η σύγχρονη θεραπευτική στρατηγική από τη χειρουργική μέχρι τις στοχεύουσες μοριακές θεραπείες και τα συζευγμένα με χημειοθεραπεία αντισώματα, έχει οδηγήσει σε εξατομικευμένη αντιμετώπιση με σημαντικό αντίκτυπο τόσο στην ποιότητα ζωής όσο και στη βελτίωση της επιβίωσης.  Η ψυχολογική στήριξη, η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, καθώς και η ενθάρρυνση για συμμετοχή σε κλινικές δοκιμές ολοκληρώνουν το πλαίσιο που μπορεί να δώσει ελπίδα και δύναμη σε κάθε ασθενή.

Μιλήστε ανοιχτά με τον ογκολόγο και τον γυναικολόγο σας, ενημερωθείτε για όλες τις διαθέσιμες επιλογές και θυμηθείτε πως η έγκαιρη διάγνωση και η εξατομίκευση της θεραπείας είναι τα πιο σημαντικά όπλα στη μάχη κατά του καρκίνου των ωοθηκών.

Όλο Υγεία

Scroll to Top