Οι περισσότεροι πιθανώς θεωρούν ότι το ουρικό οξύ είναι μόνο ένα πρόβλημα στις αρθρώσεις – όμως θα μπορούσε να βλάπτει την καρδιά και τον μεταβολισμό. Πριν εμφανιστούν οποιαδήποτε συμπτώματα, τα αυξημένα επίπεδα ουρικού οξέος μπορεί να προκαλούν ήδη βλάβες οι οποίες εντοπίζονται αργότερα.
Το υψηλό ουρικό οξύ δεν προκαλεί μόνο ουρική αρθρίτιδα – Έχει επίδραση και στην καρδιά και τον μεταβολισμό
Όταν οι περισσότεροι ακούν για προβλήματα με το ουρικό οξύ, σκέφτονται αμέσως την ουρική αρθρίτιδα, γνωστή για τον έντονο πόνο στο μεγάλο δάκτυλο του ποδιού. Για μεγάλο διάστημα, το ουρικό οξύ σχετιζόταν κυρίως με αυτή την επώδυνη αρθρίτιδα. Ωστόσο, νέα έρευνα αποκαλύπτει έναν πιο σύνθετο ρόλο – το ουρικό οξύ μπορεί επίσης να συμβάλλει σιωπηλά σε σοβαρά προβλήματα υγείας, όπως αιφνίδιες καρδιακές προσβολές και μεταβολικό σύνδρομο.
Τα νέα δεδομένα μας ωθούν να δώσουμε περισσότερη προσοχή σε μία ένδειξη που κάποτε θεωρούνταν δευτερεύουσα. Αν και το ουρικό οξύ είναι φυσικό υποπροϊόν που αποβάλλεται από τα νεφρά, όταν τα επίπεδά του αυξάνονται (κατάσταση που ονομάζεται υπερουριχαιμία), μπορεί να λειτουργεί ως παράγοντας φλεγμονής.
Αυτή η φλεγμονή μπορεί να βλάψει σιωπηλά το εσωτερικό των αιμοφόρων αγγείων, αυξάνοντας τον κίνδυνο καρδιοπάθειας πολύ πριν εμφανιστούν άλλα συμπτώματα. Έτσι, οι επιδράσεις του ουρικού οξέος δεν περιορίζονται μόνο στις αρθρώσεις.
Αιτίες υψηλών επιπέδων ουρικού οξέος
Σύμφωνα με το άρθρο του 2024 με τίτλο Hyperuricemia and its related diseases: mechanisms and advances in therapy, η υπερουριχαιμία – που χαρακτηρίζεται από αυξημένο ουρικό ορό – είναι όλο και πιο συχνή παγκοσμίως και συνδέεται στενά με παθήσεις όπως η ουρική αρθρίτιδα, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, η νεφρική δυσλειτουργία, το μεταβολικό σύνδρομο και ο διαβήτης, αντανακλώντας τον διπλό ρόλο του ουρικού οξέος ως αντιοξειδωτικού και προφλεγμονώδους παράγοντα.
Οι συγγραφείς επισημαίνουν επίσης ότι τα επίπεδα ουρικού οξέος στον ορό ρυθμίζονται από μια λεπτή ισορροπία μεταξύ παραγωγής και αποβολής – μέσω μεταφορέων ουρικού – και ότι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, μαζί με φλεγμονή που προκαλεί το ουρικό οξύ, μπορεί να οδηγούν σε μεταβολικές παθήσεις και να υποδεικνύουν νέες θεραπευτικές στρατηγικές.
Η υπερουριχαιμία προκύπτει από ανισορροπία μεταξύ υπερπαραγωγής και μειωμένης αποβολής ουρικού οξέος, εξαιτίας γενετικών μεταλλάξεων, διαιτητικών επιλογών και άλλων συνηθειών του τρόπου ζωής, μεταβολικών διαταραχών, νεφρικής δυσλειτουργίας και ορισμένων φαρμάκων.
Σύγχρονες ανασκοπήσεις τονίζουν ότι η πάθηση επηρεάζεται από κληρονομικές μεταλλάξεις μεταφορέων και ενζύμων (π.χ. SLC2A9, ABCG2, SLC22A12), περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως διατροφή πλούσια σε πουρίνες και φρουκτόζη, κατανάλωση αλκοόλ, παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη και χρόνια νεφρική νόσο, με τη γενετική προδιάθεση να ενισχύεται από τον τρόπο ζωής.
- Γενετικοί παράγοντες: Διαφορές σε γονίδια που ελέγχουν μεταφορείς και ένζυμα του ουρικού εξηγούν μεγάλο μέρος του κληρονομικού κινδύνου – όπως τα γονίδια SLC2A9, ABCG2 και SLC22A12. Υπάρχουν επίσης σπάνιες ενζυμικές διαταραχές όπως το σύνδρομο Lesch–Nyhan.
- Διατροφή και τρόπος ζωής: Τρόφιμα πλούσια σε πουρίνες (κρέας, θαλασσινά), φρουκτόζη, αλκοόλ – συχνά προκαλούν συνδυαστικά υπερπαραγωγή και κατακράτηση – σε συνδυασμό με παχυσαρκία και καθιστική ζωή αυξάνουν σημαντικά τα επίπεδα ουρικού οξέος.
- Νεφρική ανεπάρκεια: Όταν τα νεφρά φιλτράρουν λιγότερο αίμα ή οι μεταφορείς ουρικού δεν λειτουργούν σωστά (συχνά λόγω χρόνιας νεφρικής νόσου ή χρήσης διουρητικών), το σώμα δεν μπορεί να αποβάλει επαρκώς το ουρικό οξύ. Αυτό προκαλεί υψηλά επίπεδα σε περίπου 90% των περιπτώσεων.
- Καταστροφή κυττάρων και σπάνιες διαταραχές: Παθήσεις που προκαλούν ταχεία διάσπαση κυττάρων – όπως αιμόλυση, αποσύνθεση όγκων και σπάνιες κληρονομικές ανεπάρκειες ενζύμων όπως HGPRT ή APRT – μπορεί να οδηγήσουν σε υπερπαραγωγή ουρικού οξέος.
- Φάρμακα: Διουρητικά, ασπιρίνη χαμηλής δόσης, νιασίνη, κυκλοσπορίνη, πυραζιναμίδη και εθαμβουτόλη έχουν δείξει ότι μειώνουν την αποβολή ή αυξάνουν την παραγωγή ουρικού.
Πότε η άσκηση μπορεί να ανεβάσει το ουρικό οξύ και να οδηγήσει σε ουρική αρθρίτιδα
Τι συνδέει το ουρικό οξύ με τα ξαφνικά καρδιακά επεισόδια;
Η κοινή αντίληψη είναι ότι οι καρδιακές προσβολές προκαλούνται μόνο από χοληστερίνη και φραγμένες αρτηρίες. Αν και αυτό ισχύει εν μέρει, μελέτες δείχνουν πλέον ότι τα άτομα με υψηλό ουρικό οξύ διατρέχουν σημαντικά αυξημένο κίνδυνο για αιφνίδια καρδιακά επεισόδια – ακόμη κι αν τα επίπεδα χοληστερίνης τους φαίνονται φυσιολογικά.
Το ουρικό οξύ μπορεί να οδηγήσει σε μικροαγγειακή νόσο, μια κατάσταση όπου τα μικρά αιμοφόρα αγγεία σκληραίνουν ή στενεύουν. Αυτά τα μικροσκοπικά εμπόδια συνήθως δεν εμφανίζονται σε κλασικές εξετάσεις, αλλά μπορούν να στερήσουν από την καρδιά το οξυγόνο. Το αποτέλεσμα; Μια ξαφνική καρδιακή προσβολή χωρίς προηγούμενη προειδοποίηση. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το υψηλό ουρικό οξύ συνδέεται ανεξάρτητα με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής, ειδικά σε άτομα που κατά τα άλλα φαίνονται υγιή.
Πώς μπορεί να συνδέεται το μεταβολικό σύνδρομο με το ουρικό οξύ
Το μεταβολικό σύνδρομο είναι ένα σύνολο προβλημάτων: υψηλό σάκχαρο, κοιλιακό λίπος, υψηλή αρτηριακή πίεση και ανώμαλα επίπεδα χοληστερίνης. Για μεγάλο διάστημα, το ουρικό οξύ θεωρούνταν απλός «συνεπιβάτης» σε αυτή την εικόνα. Πλέον, οι ειδικοί πιστεύουν ότι ίσως έχει πιο πρωταγωνιστικό ρόλο. Ο Αμερικανός Dr Richard Johnson, ερευνητής νεφρικών παθήσεων από το University of Colorado, έχει προτείνει ότι το ουρικό οξύ μπορεί να πυροδοτεί αντίσταση στην ινσουλίνη – ένα βασικό βήμα στην ανάπτυξη του μεταβολικού συνδρόμου.
Αυτό σημαίνει ότι, ακόμη και πριν αρχίσει να ανεβαίνει το σάκχαρο ή να αυξάνεται το βάρος, το ουρικό οξύ ίσως ενεργοποιεί αθόρυβα μηχανισμούς στο παρασκήνιο, διαταράσσοντας το πώς το σώμα επεξεργάζεται την τροφή και αποθηκεύει ενέργεια. Ένα από τα πιο κλασικά συμπτώματα υψηλού ουρικού είναι ο αιφνίδιος, έντονος πόνος στο μεγάλο δάκτυλο – χαρακτηριστικό της ουρικής αρθρίτιδας.
Τι αυξάνει τα επίπεδα του ουρικού οξέος;
Συχνά κατηγορούνται το κόκκινο κρέας, τα οστρακοειδή ή τα ζαχαρούχα ροφήματα. Δεν είναι λάθος – αλλά είναι μόνο ένα μέρος της εικόνας.
- Αφυδάτωση: Ακόμα και ήπια αφυδάτωση, ειδικά σε ζεστό καιρό ή μετά από άσκηση, μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα ουρικού οξέος.
- Απότομη δίαιτα ή νηστεία: Όταν το σώμα λιμοκτονεί, διασπά ιστούς γρήγορα, παράγοντας περισσότερες πουρίνες και ουρικό οξύ.
- Διαταραχές ύπνου: Παθήσεις όπως η υπνική άπνοια αυξάνουν το οξειδωτικό στρες και διαταράσσουν τον μεταβολισμό του ουρικού οξέος.
- Κρυμμένη φρουκτόζη: Πολλά συσκευασμένα τρόφιμα (ακόμη και όσα αναγράφονται ως υγιεινά) περιέχουν σιρόπι καλαμποκιού υψηλής φρουκτόζης, που αυξάνει αθόρυβα το ουρικό οξύ.
Έτσι, μερικές φορές το ουρικό οξύ δεν είναι απλώς θέμα διατροφής – αλλά έχει να κάνει με το πώς στρεσάρεται το σώμα, πώς διαχειρίζεται τον ύπνο και την ενυδάτωση.
Απλοί τρόποι για να ρίξετε τα επίπεδα του ουρικού οξέος φυσικά
Αν και φάρμακα όπως η αλλοπουρινόλη και η φεμπουξοστάτη συνταγογραφούνται συχνά, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά – ή και προληπτικά.
- Υδροθεραπεία: Η έναρξη της ημέρας με σκέτο νερό (χωρίς σιρόπι, λεμόνι ή μηλόξυδο) δίνει ώθηση στα νεφρά να αποβάλουν το ουρικό οξύ.
- Ήπια σωματική δραστηριότητα: Το περπάτημα μετά τα γεύματα – ειδικά το βραδινό – βοηθά στη ρύθμιση του ουρικού οξέος και βελτιώνει την ευαισθησία στην ινσουλίνη.
- Τροφές πλούσιες σε μαγνήσιο: Κολοκυθόσπορος, σπανάκι και αμύγδαλα βοηθούν στην ισορροπία του ουρικού οξέος και στη μείωση της φλεγμονής.
- Σωστή χρήση αλατιού: Η υπερβολική κατανάλωση νατρίου αυξάνει την κατακράτηση ουρικού οξέος. Η αντικατάσταση μέρους του με τροφές πλούσιες σε κάλιο – όπως το νερό καρύδας ή η μπανάνα με μέτρο – μπορεί να βοηθήσει την αποβολή του.
- Βραδινές ανάσες: Αργές αναπνοές ή 10 λεπτά διαλογισμού πριν τον ύπνο μειώνουν τις αιχμές ουρικού οξέος που προκαλούνται από στρες, και συμβάλλουν έμμεσα και στην καρδιαγγειακή υγεία.
- Ισορροπημένη διατροφή: Προτιμήστε ισορροπημένες και θρεπτικές τροφές.
Τι ρίχνει το ουρικό οξύ – Συμπτώματα από υψηλές τιμές και τροφές που το ρυθμίζουν
Ποιες είναι οι «φυσιολογικές» τιμές ουρικού οξέος
Οι εργαστηριακές εξετάσεις θεωρούν τα επίπεδα έως 7,0 mg/dL φυσιολογικά. Όμως, σύμφωνα με ορισμένους καρδιολόγους, η καρδιά ίσως προτιμά επίπεδα πιο κοντά στο 5,5 mg/dL. Άρα, ακόμη κι αν μια εξέταση δείχνει «φυσιολογικό», ίσως να είναι πολύ υψηλό για κάποιον με καρδιακό κίνδυνο ή μεταβολική ανισορροπία.